μεταχείρημα

μεταχείρημα
μεταχείρημα
treatment
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταχείρημα — και μεταχείρισμα, τὸ (Α) ο χειρισμός ενός ζητήματος, ο τρόπος αντιμετώπισης ενός θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεταχείρημα < μεταχειρῶ. Ο τ. μεταχείρισμα < μεταχειρίζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”